στενεύω

στενεύω
(αόρ. (ε)στένεψα) 1. μετ.
1) делать уже, теснее; суживать; 2) сжимать, прижимать; 3) жать, теснить, беспокоить (об обуви, одежде); 4) перен. сближать; укреплять;

στενεύω τίς σχέσεις — укреплять, улучшать отношения;

2. αμετ.
1) становиться уже, теснее; суживаться; садиться (об одежде); 2) перен. сближаться; укрепляться (об отношениях и т. п.); § στένεψαν τα πράγματα дела пошли туго; положение усугубилось

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στενεύω" в других словарях:

  • στενεύω — στενεύω, στένεψα, στενεμένος βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στενεύω — Ν [στενός] 1. κάνω κάτι πιο στενό, ελαττώνω το πλάτος του («στενεύω το φόρεμα») 2. (για ένδυμα ή υπόδημα) ενοχλώ, στενοχωρώ κάποιον, τόν κάνω να πονά («μέ στενεύουν τα παπούτσια μου») 3. (αμτβ.) α) γίνομαι στενός («ο δρόμος στενεύει προς τα… …   Dictionary of Greek

  • στενεύω — στένεψα, στενεύτηκα, στενεμένος 1. μτβ., κάνω κάτι στενό: Πρέπει να στενέψουμε αυτή την τρύπα. 2. ενοχλώ, ταλαιπωρώ: Τον στενεύουν τα παπούτσια. 3. αμτβ., γίνομαι στενός: Μ αυτά τα σπίτια που χτίζονται στενεύει ο δρόμος. 4. «Στενεύουν τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιστείνομαι — ἐπιστείνομαι (Μ) στενεύω, συστέλλομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στείνομαι «στενεύω»] …   Dictionary of Greek

  • στένεμα — το, Ν [στενεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στενεύω 2. μτφ. οικονομική δυσχέρεια …   Dictionary of Greek

  • συναποστενώ — όω, Α 1. στενεύω επί πλέον, στενοχωρώ, στρυμώχνω επί πλέον 2. (κατ επέκτ.) μειώνω, ελαττώνω σε αριθμό («συναποστενώσας καὶ τοὺς τυραννοκτονήσοντας», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποστενῶ «στενεύω»] …   Dictionary of Greek

  • αποστενώ — ἀποστενῶ ( όω) (Α) κάνω κάτι στενό, στενεύω …   Dictionary of Greek

  • επιστενούμαι — ἐπιστενοῡμαι, όομαι (Μ) [επίστενος] στενεύω όσο προχωράω, γίνομαι στενότερος προς το βάθος («ἐπιστενουμένου τοῡ Ἀδριατικοῡ πελάγους») …   Dictionary of Greek

  • καταστενώ — καταστενῶ, όω (Α) 1. κάνω εντελώς στενό, περιορίζω εντελώς σε στενό χώρο, συστέλλω, εγκλείω, κλείνω μέσα 2. (ο παθ. παρακμ.) κατεστένωμαι είμαι πολύ στενός, έχω πολύ στενές εισόδους ή εξόδους 3. παθ. μτφ. καταστενοῡμαι, όομαι βρίσκομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»